- καλαθοπλεκτική
- ηη τέχνη τής κατασκευής καλαθιών, καλαθοποιία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιτιά — Κοινή ονομασία φυλλοβόλων, δίοικων δέντρων και θάμνων, του βοτανικού γένους σάλιξ, της οικογένειας των σαλικιδών (δικοτυλήδονα). Οι ι. χαρακτηρίζονται από τα μικρά, γυμνά άνθη τους (αχλαμυδωτά, δηλαδή χωρίς στεφάνη), που είναι μόνο αρσενικά ή… … Dictionary of Greek
δριν — το βοτ. αραβική ονομασία ενός υψηλού αγρωστώδους τής αλγερινής Σαχάρας που χρησιμοποιείται στην καλαθοπλεκτική … Dictionary of Greek
κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… … Dictionary of Greek
καλάμι — Κοινή ονομασία του βοτανικού είδους αρούνδος ο δόναξ, της οικογένειας των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα). Είναι φυτό πολυετές, με ρίζωμα που σύρεται και βλαστό (καλάμι) κοίλο, διαμέτρου 3 6 εκ. και ύψους 3 7 μ., στην κορυφή του οποίου εμφανίζεται… … Dictionary of Greek
λυγαριά — Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονoυ φυτού Vitex agnus, της οικογένειας των βερβενιδών. Η λ. είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, ύψους 1 2 μ. Έχει τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό βλαστό με μακρόμισχα, παλαμοειδή φύλλα με 5 7 λογχοειδή και μυτερά… … Dictionary of Greek
μαδέρα — (Madeira). Συστάδα ηφαιστειογενών νησιών (794 τ. χλμ., 253.482 κάτ. το 2001) στον Ατλαντικό ωκεανό, που ανήκουν διοικητικά στην Πορτογαλία, της οποίας αποτελούν το ομώνυμο διοικητικό διαμέρισμα με πρωτεύουσα την πόλη Φουνσάλ (115.403 κάτ. το… … Dictionary of Greek
πλοκόρ(ρ)αβδος — η, Ν βλαστός, κλαδί κατάλληλο για την καλαθοπλεκτική, όπως είναι οι μονοετείς ή διετείς βλαστοί λυγαριάς, σπάρτου κ.ά. φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοκή + ράβδος] … Dictionary of Greek
προκαταρραφή — ἡ, Α (κυρίως στην καλαθοπλεκτική) η πρώτη σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρ(ρ)αφή «ραφή, στρίφωμα»] … Dictionary of Greek
ράφια — η, Ν βοτ. οι ίνες τού φυτού ραφία που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή διχτιών, παιχνιδιών, καπέλων και άλλων προϊόντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ραφία] … Dictionary of Greek
τύφη — η, ΝΜΑ, και τύφι, τὸ, Α λόγια ονομασία τού γένους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, υδροχαρών ποωδών φυτών τύφα, με 15 περίπου είδη, ορισμένα από τα οποία φέρουν φύλλα που χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική, στην κατασκευή… … Dictionary of Greek